διαπύλιον τέλος — городская ввозная пошлина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαπύλιον — διαπύλιον, το (Α) στον πληθ. «διαπύλια τέλη» τέλη που εισπράττονται από δήμο ή κοινότητα για εισερχόμενα ή εξερχόμενα εμπορεύματα ή φορτία … Dictionary of Greek
διαπύλιον — gate toll neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)